- φαλαίνιο(ν)
- το китовый ус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαλαίνιο — το, Ν έλασμα από δόντια φάλαινας, κν. μπαλένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα. Η λ., στον λόγιο τ. φαλαίνιον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek